- παρασαίνω
- παρασαίνω,A decoy, βροτὸν εἰς ἄρκυας cj. in A.Pers.97 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρασαίνω — Α προσελκύω, δελεάζω, πλανεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σαίνω «κολακεύω»] … Dictionary of Greek